Πόσο ευθύβολο είναι το όπλο μας ;


31/03/2020

Αφορμή για να γράψω το σημερινό άρθρο αποτέλεσε η συνομιλία που είχα μ’ έναν παλιό κυνηγό και οπλόφιλο, ο οποίος μου παραπονέθηκε για το εξής. Δοκίμαζε ένα όπλο πολύ καλής ποιότητας, γνωστού εργοστασίου, σε χαρτόνια διαστάσεων 80Χ80 εκ. στα 35 μ., για να διαπιστώσει την συγκέντρωση των καννών του, όταν αντελήφθη το εξής παράδοξο.
Αλλάζοντας κάθε φορά χαρτόνι μετά την βολή, παρατήρησε ότι τα κέντρα της τουφεκιάς ήταν αριστερά και μερικές φορές λίγο κάτω, σε βαθμό που η μισή σχεδόν τουφεκιά έβγαινε εκτός χαρτονιού. Μπερδεύτηκε σε τέτοιο βαθμό σκεπτόμενος διάφορες αιτίες και κάνοντας υποθέσεις που έφτασε πανικόβλητος να πουλήσει όσο-όσο το όπλο του.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η μελέτη της τουφεκιάς στον πίνακα είναι μια λεπτή εργασία και πολύ πιο δύσκολη απ’ όσο μερικοί νομίζουν.

Κατ’ αρχήν χωρίζεται σε δύο τελείως διαφορετικές διαδικασίες, που θα ήταν χρήσιμο να γίνει κατανοητό πότε κάνουμε τη μία και πότε κάνουμε την άλλη.

Την πρώτη την κάνουμε για να διαπιστώσουμε την ευθυβολία του όπλου μας, ότι δηλαδή τουφεκίζει στο σημείο που σημαδεύουμε και τη δεύτερη για υπολογισμό της απόδοσης του τσοκαρίσματος σε σχέση με το φυσίγγι που μας ενδιαφέρει σε μία συγκεκριμένη απόσταση. Μάλιστα, αν θέλουμε να γίνουμε απολύτως αντικειμενικοί στον προσδιορισμό μας, θα πρέπει κανονικά την πρώτη να την διαχωρίσουμε σε δύο ξεχωριστές δοκιμές. Μία που θα μας διαβεβαιώσει ότι οι κάνες ρίχνουν ίσια και μία για το αν η εφαρμογή του κοντακίου στο σώμα μας είναι απόλυτη.
Εμφανίζονται λοιπόν τρεις διαφορετικοί τύποι ελέγχου της τουφεκιάς που βγάζει το όπλο μας. Μέχρι σήμερα, αυτοί οι τρεις τύποι ελέγχου δεν έχουν παρουσιαστεί αναλυτικά από κανένα ελληνικό περιοδικό. Πιο παλιά, όταν εκδιδόταν το περιοδικό «Κυνήγι και Σκοποβολή» είχε γίνει μία συνοπτική παρουσίαση της μίας εκ των τριών μεθόδων, που αφορούσε την εφαρμογή της σωστής κλίσης πέλματος του κοντακίου (pitch) στον ώμο του κυνηγού. Θα προσπαθήσουμε λοιπόν να δώσουμε την πλήρη διάσταση σε μία αναλυτική παρουσίαση του σημαντικού κεφαλαίου, που αφορά την ευθυβολία του κυνηγετικού μας όπλου.

Θα ξεκινήσουμε λοιπόν με την δοκιμή για το αν η κάννη ή οι κάννες (σε δίκαννο) ρίχνουν στο ίδιο σημείο, δηλ. εκεί που εμείς την κατευθύνουμε. Γι αυτή τη δοκιμή θα χρειαστούμε φύλλα χαρτιού διαστάσεων 1Χ1 μ. και χρήσιμο είναι να προμηθευτούμε το καφέ χαρτί περιτυλίγματος σε ρολό. Τοποθετούμε πάνω σε ξύλινο ταμπλό ή στηρίζουμε το φύλλο του χαρτιού σε πλαίσιο στο ύψος ανθρώπου (προσωπικά, όταν κάνω την συγκεκριμένη δοκιμή για κάποιο όπλο, τραβάω μία οριζόντια γραμμή με χοντρό μαρκαδόρο λίγο κάτω από τη μέση του τετράγωνου φύλλου. Αυτό γιατί πολλά από τα σημερινά όπλα έχουν την τάση να ψιλοτουφεκίζουν»).
Στην άκρη του χαρτιού σημειώνουμε τις πληροφορίες της δοκιμής, δηλ. αν ρίξουμε την κάτω ή την πάνω κάννη, την δεξιά ή την αριστερή (για αυτογεμές είναι περιττό), το τσοκάρισμα που διαθέτει η κάνη και προαιρετικά το νούμερο των σκαγιών που διαθέτει το φυσίγγι που θα ρίξουμε. Το πιο σημαντικό στοιχείο που πρέπει να προσέξουμε είναι η απόσταση που εμείς θα ρίξουμε.
Ιδανική απόσταση είναι τα 18 μ., με ελάχιστη τα 16 μ. και μέγιστη τα 20 μ. Απόσταση μεγαλύτερη των 20 μ. δεν μας δίνει την απαιτούμενη πυκνότητα στο κέντρο για να εξάγουμε βέβαιο συμπέρασμα.
Σε αυτό έρχεται να προστεθεί και ο φόβος του σκοπευτικού σφάλματος, που μπορεί κάποιος να κάνει. Εδώ βοηθάει η οριζόντια γραμμή που έχουμε χαράξει πάνω στο χαρτί και που πρέπει να είναι ευδιάκριτη στην απόσταση των 18 μ. Πριν ρίξετε βέβαια, να φροντίσετε πίσω από το χαρτί να μην υπάρχει μεταλλική επιφάνεια που να μπορεί να εξοστρακίσει σκάγια και γενικά να φροντίσετε για την ασφάλεια της βολής σας.

Στην συγκεκριμένη δοκιμή θα βοηθήσει πολύ το να διαθέτει η ρίγα μας δύο στόχαστρα, δηλ. ένα μπροστά κι ένα λίγο μικρότερο στο μέσον της ρίγας. Αυτό, γιατί όταν θα το επωμίζουμε θα φροντίσουμε να σχηματίζουν τα δύο στόχαστρα τον αριθμό «8», καθώς θα τα βλέπουμε πάνω στη ρίγα, πράγμα που εγγυάται ότι η επώμιση έχει γίνει σωστά. Επωμίζουμε λοιπόν με μία φυσική κίνηση (ούτε πολύ αργή, ούτε πολύ γρήγορη) και μόλις δούμε το στόχαστρο πάνω στην οριζόντια γραμμή που έχουμε σημειώσει, πατάμε την σκανδάλη.
Χρειάζεται να ρίξουμε δύο ξεχωριστά φύλλα χαρτιού το λιγότερο για την κάθε κάννη και θα ήταν χρήσιμο να έχουμε έναν φίλο μαζί μας, να πάει εκείνος να αλλάξει τα χαρτιά, ώστε να μην δούμε εμείς που έχει πάει η βολή, προτού τελειώσουμε.
Μετά τη δοκιμή, παρατηρούμε προσεκτικά τα φύλλα που τουφεκίσαμε για την κάθε κάννη ξεχωριστά και θα διαπιστώσουμε ότι η πυκνότητα στο κέντρο της τουφεκιάς σε σχέση με την οριζόντια γραμμή που έχουμε χαράξει είναι 50/50. Δηλαδή το 50% των σκαγιών της βολής μας είναι πάνω από τη γραμμή και το υπόλοιπο 50%, κάτω από αυτή. Αυτό είναι ένα ιδανικό όπλο για το κυνήγι του λαγού και γενικά για εδαφόβια θηράματα.
Αν τώρα διαπιστωθεί ότι το κέντρο της τουφεκιάς είναι ελαφρώς ψηλότερα της γραμμής κατά 60/40 (δηλ. 60% των σκαγιών πάνω και το 40% κάτω), τότε, όταν θα τουφεκίζουμε με αυτό το όπλο θα πρέπει να φροντίζουμε το θήραμα να «κάθεται» πάνω στη ρίγα μας (στο στόχαστρο). Έχουμε δηλαδή μία πλήρη οπτική εικόνα του στόχου μας που κινείται πάνω από το στόχαστρο, δεν το σκεπάζουμε με αυτό, όπως θα κάναμε με το 50/50. Σήμερα τα πιο πολλά όπλα κυνηγίου, καθώς και τα μοντέλα για την κυνηγετική σκοποβολή (sporting) τουφεκάνε 60/40 και μερικά άλλα 70/30. Βέβαια, το 70% πάνω με το 30% κάτω από την γραμμή στα χαρτιά των δοκιμών μας παραπέμπει σε ένα όπλο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στο τραπ.

Ενώ ένα κλασικό τραποντούφεκο στέλνει την τουφεκιά του με ποσοστά 80/20 στο χαρτί μας, ενώ υπάρχουν και κάποιες εξαιρέσεις με 90/10. Αυτό σαφώς έχει δημιουργηθεί σκόπιμα, διότι τα «τραποτούφεκα» ρίχνουν σε στόχους που συνεχώς ανεβαίνουν, συνεπώς χρειάζεται ο σκοπευτής να έχει μία συνεχή οπτική επαφή με τον στόχο του, όταν πατά την σκανδάλη. Καταλαβαίνετε, ότι ένα όπλο που «ψιλοτουφεκίζει» βοηθάει έναν σκοπευτή στο τραπ να κάνει σωστά τη δουλειά του, ενώ απεναντίας αν του δίναμε ένα όπλο που «χαμηλοτουφεκίζει», δηλ. 50/50, θα του ήταν άχρηστο. Προσωπικά πιστεύω ότι για κυνηγετική χρήση και κυρίως για φτερωτά θηράματα ένα όπλο που αποδίδει συγκέντρωση βολής 60/40 είναι ότι πρέπει, όπως επίσης σε πολλές των περιπτώσεων (μπεκάτσα) είναι χρήσιμο και το 70/30.

Σκεφτείτε πόσες φορές έχετε στο κυνήγι «σκεπάσει» με τη ρίγα του όπλου σας ένα πουλί για να το τουφεκίσετε και μετά σηκώνετε το κεφάλι να δείτε τι έγινε, με αποτέλεσμα η δεύτερη βολή σε περίπτωση αποτυχίας της πρώτης να είναι πολύ δύσκολη. Αυτό δεν συμβαίνει με ένα όπλο που απλώς ψιλοντουφεκίζει και έχουμε μία συνεχή οπτική επαφή με το θήραμα, ακόμη και μετά την αποτυχία της πρώτης για να ρίξουμε τη δεύτερη, χωρίς να «ψάχνουμε» το θήραμα κάτω από την κάννη. Ένας πολύ διάσημος Γάλλος κυνηγός της εποχής του μεσοπολέμου (1925-1935), ο κόμης Κλαρύ έλεγε συνεχώς στους φίλους του «σημαδεύετε ψηλά και εμπρός» γιατί όλα εκείνα τα όπλα της εποχής του χαμηλοτουφέκιζαν και δεν είχαν την κατασκευαστική φιλοσοφία του σήμερα, η οποία στηρίζεται στην κυνηγετική σκοποβολή (sporting). Αυτό που θα πρέπει να ξέρετε είναι ότι αυτό που θα δείτε καθαρά στο χαρτί στην απόσταση των 18μ. θα είναι το ίδιο και σε μακρύτερες αποστάσεις όπως τα 30 και τα 36 μ. Εκεί που το όπλο θα ρίχνει στα 18 μ. θα ρίχνει και στα 36μ., όμως η διασπορά και η έλλειψη της πυκνότητας των σκαγιών δεν θα μας δώσει τη σαφή εικόνα για ένα αντικειμενικό συμπέρασμα. Για εκείνους που θα δοκιμάσουν το δίκαννό τους (πλαγιόκαννο ή αλληλεπίθετο) έχω να τους πω να μην ανησυχούν αν τα κέντρα της βολής δύο καννών διαφέρουν λίγο (κάποια εκατοστά) μεταξύ τους. Δεν είναι τόσο σπουδαίο η απόλυτη ταύτιση, ενώ οι μικροδιαφορές είναι συνηθισμένες. Επίσης θα πρέπει να προτιμήσουμε μια μέρα με άπνοια για τη δοκιμή μας, καθώς επίσης και αν κάποια από τις βολές μας νιώσουμε ότι μας «ξέφυγε» τη στιγμή του πατήματος της σκανδάλης καλό είναι να βάλουμε στην άκρη αυτό το χαρτί και να θεωρήσουμε ότι δεν έγινε. Μην αποδίδουμε δικό μας σκοπευτικό σφάλμα στο όπλο.

Αφού λοιπόν διαπιστώσουμε που ρίχνει το όπλο μας και μας ικανοποιεί αυτό για τον τύπο του κυνηγίου που εμείς το προορίζουμε ή τον τύπο του αθλήματος, αν το όπλο προορίζεται για σκοπευτική χρήση, τότε προχωράμε στην επόμενη δοκιμή μας. Αυτή η δοκιμή θα μας αποδείξει ότι το κοντάκι του όπλου μας έχει τις διαστάσεις που πρέπει για εμάς και έρχεται σωστά στο σώμα μας.

Ας αναλύσουμε την ευθυβολία του όπλου μας σε συνάρτηση με την απόλυτη εφαρμογή (όσο αυτό μπορεί να επιτευχθεί βέβαια) του κοντακίου στο σώμα μας.
Αφού λοιπόν κάνοντας την πρώτη δοκιμή, όπως την περιγράψαμε, διαπιστώσουμε ότι το όπλο μας ρίχνει ίσια, τότε περνάμε στην δοκιμή της εφαρμογής του κοντακίου, η οποία είναι πιο ενδεδειγμένη να γίνει σε σταθερό πίνακα και όχι σε φύλλα χαρτιού όπως η προηγούμενη.

Η ιδανική απόσταση που πρέπει να έχει η κάννη από τον πίνακα είναι τα 18 μ. και όταν λέμε πίνακα σταθερό εννοούμε αυτόν που έχουν τα σκοπευτήρια (αλλά και κάποιοι κατασκευαστές φυσιγγίων), που είναι φύλλο λαμαρίνας πάχους 3 χιλ. διαστάσεων 1Χ1μ. Τέτοιο πίνακα από λαμαρίνα χρησιμοποιούσαν συνεχώς από τα παλιά χρόνια κι όλοι οι μεγάλοι κατασκευαστές διάσημων χειροποίητων όπλων αλλά και κάποιοι μερακλήδες ιδιώτες για τις δοκιμές τους, όπως ένας καλός μου φίλος από τα Μεσόγεια. Είναι πολύ χρήσιμος και όχι αναλώσιμος, αφού με την χρήση ώχρας διαπιστώνουμε στη στιγμή τις δυνατότητες κατανομής και συγκέντρωσης όχι μόνο του όπλου μας αλλά και των φυσιγγίων. Στη δοκιμή μας λοιπόν αυτή, επειδή θα χρειαστούμε ένα στόχο πάνω στον πίνακα, είναι χρήσιμο να σχηματίσουμε με κιμωλία ένα ευδιάκριτο σημάδι, αφού πρώτα όμως έχει στεγνώσει η ώχρα – στεγνώνει πολύ γρήγορα – που τον έχουμε περάσει.

Αφού πάρουμε τη σωστή θέση – στάση του σώματος απέναντι στον πίνακα, τότε εστιάζουμε τα δύο μας μάτια στο ευδιάκριτο σημάδι στο κέντρο του πίνακα. Με μια ήρεμη και φυσική κίνηση, δηλ. ούτε πολύ αργή, διότι δεν είναι φυσική, ούτε πολύ γρήγορη, γιατί επίσης δεν είναι φυσική, φέρνουμε το όπλο στον ώμο μας και φροντίζουμε να εφάπτεται το πάνω μέρος του κοντακίου κάτω από το ζυγωματικό. Την στιγμή που το όπλο έρχεται και κάθεται στον ώμο και το ζυγωματικό, προσέξτε: το κοντάκι έρχεται στο πρόσωπο και όχι το πρόσωπο στο κοντάκι, τότε πατιέται η σκανδάλη.
Είναι πολύ σημαντικό εκείνη τη στιγμή τα μάτια να παραμένουν συνεχώς εστιασμένα στο σημάδι του πίνακα και να μην φύγουν από εκεί να πάνε στο στόχαστρο για να «τσεκάρουν» αν αυτό είναι πάνω στο σημάδι και μετά να ξαναπάνε απέναντι στο σημάδι για να πατηθεί η σκανδάλη. Αυτό είναι λάθος στη δοκιμή μας και δεν πρέπει να γίνεται, γιατί απλά αποτελεί και ένα σκοπευτικό σφάλμα που μας οδηγεί σε αστοχίες.
Είναι απαγορευτικό να παίζουν τα μάτια σε στόχαστρο-στόχο-στόχαστρο, ενώ το όπλο έχει κάτσει στον ώμο και το ζυγωματικό. Το έχω αναλύσει παλαιότερα γιατί σε σχετικό μου άρθρο για την επώμιση στη στήλη «σκοπευτικά» κι αποτελεί σημείο που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα. Αν έχετε την υποψία ότι μπορεί η επώμισή σας να μην γίνει σωστά ή ότι δεν διαθέτετε την καλή επώμιση που απαιτείται, τότε θα πρέπει να σας παρακολουθεί από το πλάι ένας δάσκαλος σκοπευτικής αγωγής ή ένας φίλος σας, που αποδεδειγμένα όμως γνωρίζει τη σωστή επώμιση.
Αυτό για να μην τα ρίξετε όλα στο κοντάκι και το βγάλετε άχρηστο, ενώ μπορεί να μην είναι και να φταίει η επώμιση που έχετε κάνει, μπορεί να είναι αυτή που σας μάθανε στο στρατό ή κάποιος που υπέθετε ότι την ήξερε. Αφού λοιπόν είμαστε βέβαιοι για την πιστότητα και ορθότητα της επώμισή μας θα ρίξουμε πέντε βολές στον πίνακα, βέβαια μπορεί να γίνει και με τρεις, όμως το κάνουμε στις πέντε για να εκμηδενίσουμε το ανθρώπινο σφάλμα. Φυσικά κάθε φορά θα περνάμε με ώχρα τον πίνακα και θα σημειώνουμε με την το κιμωλία το σημάδι στο ίδιο σημείο που ήταν στην προηγούμενη βολή.
Σε κάθε μία από τις βολές που θα ρίχνουμε θα παρατηρούμε προσεκτικά πριν περάσουμε με ώχρα ξανά τον πίνακα που είναι το κέντρο της τουφεκιάς μας σε σχέση με το σημάδι του πίνακα. Αν παρατηρηθεί ότι όλες ή οι περισσότερες από τις τουφεκιές πηγαίνουν αριστερά, τότε το κοντάκι μας χρειάζεται περισσότερη παρέκκλιση προς τα δεξιά, δηλ. όπως λέγεται τεχνικά θέλει cast-off.
Αντιθέτως, αν οι τουφεκιές πάνε δεξιά, τότε το κοντάκι μας χρειάζεται περισσότερη παρέκκλιση προς τα αριστερά, δηλ. θέλει cast-on. Αυτή η παρέκκλιση δεξιά ή αριστερά αν διαθέτουμε αυτογεμές (καραμπίνα) σύγχρονης κατασκευής απλά και γρήγορα μπορούμε να αλλάξουμε τις ειδικές φλάντζες που μπαίνουν μεταξύ βάσης και κοντακίου, καθώς και στο εσωτερικό του κοντακίου. Αυτές οι φλάντζες συνοδεύουν όλα τα νέας τεχνολογίας αυτογεμή όλων των μεγάλων γνωστών εταιριών (BERETTA, BROWNING, BENELLI, κ.λ.π.).
Αν βέβαια διαθέτουμε δίκαννο, πλαγιόκαννο ή αλληλεπίθετο, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα και χρειάζεται η επέμβαση του οπλουργού, ο οποίος θα δώσει τα χιλιοστά της παρέκκλισης που χρειάζεται με τις κατάλληλες μεθόδους (ζεστή παραφίνη, κ.λ.π.). Πάμε τώρα στην περίπτωση που οι βολές μας συνεχώς κατευθύνονται προς τα πάνω και σχηματίζονται πυκνότερες συγκεντρώσεις αρκετά υψηλότερα από το σημείο που έχουμε σχεδιάσει στον πίνακα.
Λέω αρκετά, διότι αν ελαφρώς ψιλοτουφεκίζει το όπλο μας δεν θεωρείται μειονέκτημα ώστε να πετάξουμε το κοντάκι, απεναντίας μάλιστα για τις περισσότερες κυνηγετικές βολές αυτό το κοντάκι μας είναι χρήσιμο. Αν βέβαια τουφεκίζει αρκετά ψηλότερα, τότε αυτό το κοντάκι κάνει περισσότερο για τραπ, παρά για κυνήγι. Μόνο στο τραπ, όπου τα πιάτα σχεδόν πάντα υψώνονται γρήγορα και με μεγάλες γωνίες συνήθως, χρειάζεται κάποιος ένα τέτοιο κοντάκι.

Βέβαια, εδώ θα πρέπει να αναφερθώ πάλι στο θέμα της επώμισης και τοποθέτησης του κεφαλιού στο κοντάκι, ώστε να μην παρατηρείται την στιγμή της τουφεκιάς στον πίνακα ανύψωση του κεφαλιού. Αυτό συμβαίνει συχνά, αφού πολλοί «ξεκολλάνε» το κεφάλι από το κοντάκι τη στιγμή της βολής για να δουν το αποτέλεσμα. Επίσης επωμίζουν χωρίς να εφάπτεται το πάνω μέρος (το κτένι) του κοντακίου κάτω από το ζυγωματικό καλά, οπότε σε αρκετές περιπτώσεις με την ανάκρουση κτυπάει το κοντάκι στο πλαϊνό μέρος του ζυγωματικού κι έχουμε τραυματισμό. Ακούμε λοιπόν ότι το κοντάκι «με χτυπάει στο μάγουλο και δεν μου κάνει αυτό το κοντάκι». Ναι, αλλά εμείς το επωμίσαμε σωστά; Μήπως το απορρίπτουμε λανθασμένα; Αυτά πρέπει να μας προβληματίζουν προτού να προβούμε σε οποιαδήποτε ενέργεια να βγάλουμε άχρηστο το κοντάκι (συνηθισμένη ενέργεια πολλών). Αν λοιπόν η επώμιση ήταν σωστή αλλά το όπλο ψιλοτουφεκίζει αρκετά, τότε επίσης είναι δουλειά του οπλουργού που θα χαμηλώσει τις κλίσεις (μικρή- μεγάλη) στο πάνω μέρος του κοντακίου.

Πάμε στην αντίθετη περίπτωση όπου το όπλο χαμηλοτουφεκίζει και σχηματίζει συγκεντρώσεις πυκνές κάτω από το σημείο που έχουμε στον πίνακα. Τότε μπορούμε και μόνοι μας (πρόχειρα βέβαια) να ανεβάσουμε ψηλότερα τις βολές μας βάζοντας πάνω στο κοντάκι, εκεί που ακουμπάει το ζυγωματικό, φύλλα δερματίνης ή μια λεπτή φέτα φελλού που τα κολλάμε με ταινία, επαναλαμβάνουμε τη δοκιμή κι όταν διαπιστώσουμε ότι οι βολές μας τώρα είναι ψηλότερα και σε βαθμό που εμείς χρειαζόμαστε, τότε καλό θα ήταν να μας κάνει μία μόνιμη προσθήκη ξύλου ο οπλουργός μας, που δεν θα είναι αντιαισθητική.

Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στις διαπιστώσεις μας και να γίνουν οι τροποποιήσεις στην παρέκκλιση και στις κλίσεις του κοντακίου στον βαθμό που πρέπει, γιατί δεν θα πρέπει να ασχολούμαστε συνεχώς με αυτά, ούτε και να αμφιβάλουμε αν είναι ή όχι σωστά.

Όταν θα έχουμε πλέον τελειώσει και με αυτή την δοκιμή του όπλου μας, θα πάμε στο τρίτο μέρος και ίσως το πιο ενδιαφέρον της τριλογίας, που αφορά την ευθυβολία και έλεγχο της βλητικής απόδοσης του όπλου μας.

Το τρίτο μέρος που θα το δούμε αναλυτικά στο επόμενο τεύχος περιλαμβάνει το πώς θα «ταιριάξουμε» σωστά το όπλο και το φυσίγγι, ώστε να έχουμε μία ποιοτική και όσο το δυνατόν ελεγχόμενη ντουφεκιά για το κυνήγι ή το σκοπευτήριο.

Του Μπάμπη Αιγινήτη / greekshooting.gr

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ