Η προσκόπευση στο κυνήγι


16/07/2020

Για πολλά χρόνια, στους αυτοδίδακτους κυνηγούς επικρατούσε η λανθασμένη αντίληψη ότι θα πας το όπλο κάπου μπροστά από το πουλί και όταν έλθει κοντά ρίξε του, με σταματημένο ή σχεδόν σταματημένο το όπλο. Ακόμα όμως και σήμερα, πολλοί βρίσκονται «χαμένοι» μέσα σε αυτή τη λανθασμένη άποψη.
Αρκετοί από τους αυτοδίδακτους κυνηγούς, με μια ενστικτώδη κίνηση, ντουφέκιζαν σε κάποιο σημείο μπροστά από το στόχο τους, κόβοντάς του το δρόμο και προσπαθώντας να πετύχουν ένα κινούμενο πουλί με ένα σταματημένο όπλο. Σε εκπλήσσει πολλές φορές η ευρηματικότητα και ο αλχημισμός που αναπτύσσουν κάποιοι, ψάχνοντας μόνοι τους μέσα στο σκοτάδι του λαβύρινθου να βρουν τις λύσεις, ξοδεύοντας χρόνο και χρήμα στα σκοπευτήρια και στον κυνηγότοπο, αρνούμενοι να αποδεχθούν ότι όλα τα πράγματα σε αυτή τη ζωή διδάσκονται. Κανείς δεν γεννήθηκε από την κοιλιά της μαμάς του με την τεχνογνωσία μιας δραστηριότητας.
Η τεχνογνωσία διδάσκεται και μόνο τότε μπορώ να είμαι σε θέση να εξηγήσω με ακρίβεια το πώς και το γιατί σε οτιδήποτε κάνω.
Να θυμάστε πάντα ότι ο ανόητος επιμένει, ο πονηρός δικαιολογείται και ο έξυπνος παραδέχεται.

Η προσκόπευση είναι απαραίτητη για κάθε κινούμενο στόχο. Θα πρέπει να ξέρουμε ότι σε κάθε κινούμενο στόχο η προσκόπευση υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει, όσο κι αν κάποιοι ισχυρίζονται ότι: «Εγώ με αυτά τα φυσίγγια που μου έδωσε ο Μήτσος ντουφεκάω πάνω στο πουλί όταν περνάει τραβέρσα και πέφτει στο στουπί». Ξέρετε πόσα τέτοια ακούγονται στα κυνηγετικά στέκια από αδαείς και ημιμαθείς και γίνονται πιστευτά; Δυστυχώς, άπειρα.
Κανένα, μα κανένα φυσίγγι δεν θα μπορέσει ποτέ να αντικαταστήσει την προσκόπευση που είναι απαραίτητη σε μια πλάγια βολή (τραβέρσα) στα 30 μέτρα, σε στόχο που κινείται με 70-80 χλμ. την ώρα.

Αυτό που αποτελεί σημαντικό παράγοντα στο να γίνει αντιληπτή και κατανοητή η προσκόπευση, είναι να δει ο κυνηγός το διάστημα μεταξύ της κάννης και του στόχου του (ανεξαρτήτως αν πρόκειται για πουλί ή πήλινο δίσκο στο σκοπευτήριο), σε εκείνα τα κλάσματα του δευτερολέπτου που πατιέται η σκανδάλη και το όπλο συνεχίζει να κινείται.
Αυτή η εικόνα που βλέπουν τα μάτια μας μεταξύ κάννης–στόχου, σε εκείνη τη χρονική στιγμή που ο εγκέφαλος δίνει την εντολή για να πατηθεί η σκανδάλη, είναι ο ορισμός της προσκόπευσης και αυτό που θα μας εξασφαλίσει μια επιτυχημένη βολή.
Βέβαια, αυτή η εικόνα, δηλαδή το πόσο ακριβώς είναι η προσκόπευση που βλέπει κάποιος, διαφέρει από κυνηγό σε κυνηγό και από σκοπευτή σε σκοπευτή. Αλλιώς αντιλαμβάνεται το 1,50 μ. προσκόπευση στα 30 μ. ο Σπύρος κι αλλιώς ο Νίκος, για να φέρουμε ένα απλό παράδειγμα δύο κυνηγών και είναι απολύτως φυσιολογικό.
Το να συμβουλεύουμε κάποιον λέγοντας: «Βάλε δύο μέτρα μπροστά και πάτα» ή «Ρίξτου με ένα τουφέκι μπροστά», είναι ασαφές, αόριστο και παραπλανητικό. Διότι εκείνος τον οποίο εμείς προτρέπουμε να βάλει τόσο μπροστά και να πατήσει, πιθανότατα να αντιλαμβάνεται τα δύο δικά μας μέτρα αρκετά λιγότερο ή αρκετά περισσότερο. Το να τα αντιλαμβάνεται ακριβώς το ίδιο είναι μάλλον απίθανο, διότι η αίσθηση της προσκόπευσης διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο.

Στη βολή με το λειόκαννο κυνηγετικό όπλο κατά κινητού στόχου, είτε αυτός είναι θήραμα είτε πήλινος δίσκος στο σκοπευτήριο, η πιο χρήσιμη αντίληψη κι ένα από τα κορυφαία τεχνικά στοιχεία είναι να γνωρίζει κανείς το πόση προσκόπευση χρειάζεται κάθε φορά που επωμίζει.
Είναι λίγοι πραγματικά οι σκοπευτές και ακόμα λιγότεροι οι κυνηγοί που όταν ντουφεκάνε, διαθέτουν ακρίβεια στην αντίληψη της προσκόπευσης για την κάθε βολή που καλούνται να εκτελέσουν. Πολλοί δηλώνουν ότι ποτέ δεν έχουν σκεφτεί, ούτε έχουν αναλύσει το πόση ακριβώς προσκόπευση χρειάζεται μία συγκεκριμένη πλάγια βολή. Γι’ αυτό το λόγο και αδυνατούν να εξηγήσουν σε κάποιον αναλυτικά –ακόμα και με απλά λόγια– το τι ακριβώς κάνουν όταν πετυχαίνουν τα πουλιά ή τους δίσκους στο σκοπευτήριο. Ρωτάς αυτούς τους κυνηγούς και σκοπευτές και διαπιστώνεις ότι δυσκολεύονται πολύ ή δεν μπορούν καθόλου να σου περιγράψουν το τι ακριβώς κάνουν με την προσκόπευση τη στιγμή που πατούν τη σκανδάλη.

Οι ερωτώντες εκλαμβάνουν αυτή την αδυναμία επεξήγησης των ενεργειών, τη συγκεκριμένη στιγμή, ως απροθυμία πληροφόρησης από πλευράς αυτών των κυνηγών ή σκοπευτών. Όμως, έχει αποδειχθεί ότι τελικά δεν ισχύει αυτό.
Διότι η άρνηση αυτή της ανάλυσης, ελάχιστες φορές είναι εσκεμμένη, τις περισσότερες φορές είναι μια φυσιολογική αδυναμία ανθρώπων που δεν διαθέτουν φωτογραφική μνήμη.
Πολλές φορές παρατηρούμε κυνηγούς ή σκοπευτές να «πηγαίνουν επωμισμένοι» με το στόχο τους, ακολουθώντας τον για αρκετή απόσταση, σε μια προσπάθεια να σιγουρέψουν το αποτέλεσμα, καταστρέφοντας έτσι τον αυθορμητισμό της βολής. Άλλοι πάλι αμφιταλαντεύονται για το ποια είναι η ιδανική προσκόπευση σε έναν συγκεκριμένο στόχο που επιθυμούν, ενώ έχουν ήδη επωμίσει. Με συνέπεια να αυξομειώνουν το άνοιγμα της προσκόπευσης και όταν πατούν τη σκανδάλη ο στόχος τους να έχει εκμηδενίσει πλέον την προσκόπευση και να αφήνει το όπλο πίσω.
Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι η προσκόπευση είναι στενά συνδεδεμένη με τη μέθοδο σκόπευσης που κάποιος κυνηγός ή σκοπευτής χρησιμοποιεί.

Του Μπάμπη Αιγινήτη

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ